ψυλλίου

ψυλλίου
ψυλλίον
flea-wort
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυνοειδής — ές (Α κυνοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με σκύλο 2. αναιδής, αναίσχυντος αρχ. σικελική ονομασία τού φυτού ψυλλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + ειδής (< εἶδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”